ὀφθαλμοδουλείαν

ὀφθαλμοδουλείαν
ὀφθαλμοδουλείᾱν , ὀφθαλμοδουλεία
eye-service
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”